υποχοντρία

υποχοντρία
υποχοντρία, η και υποχονδρία, η
1. μορφή νευρασθένειας που χαρακτηρίζεται από μεγαλοποίηση της σημασίας συνηθισμένων σωματικών ενοχλημάτων και που προκαλεί στον άρρωστο άγχος για την υγεία του και κατάθλιψη.
2. το να είναι κανείς δύστροπος, σκυθρωπός, ακοινώνητος, η λυπομανία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποχοντρία — η, Ν βλ. υποχονδρία …   Dictionary of Greek

  • υποχονδρία — (Ιατρ.). Νευρασθενικό σύνδρομο που δημιουργεί στον ασθενή την έμμονη ιδέα ότι πάσχει από κάτι. Περιγράφεται, για πρώτη φορά, με όλα τα συμπτώματά του, από τον Γαληνό ο οποίος και πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη υ., επειδή πίστευε, όπως και οι… …   Dictionary of Greek

  • υποχοντριάζω — υποχοντρίασα, αμτβ., έχω υποχοντρία (βλ. λ.), γίνομαι υποχοντριακός (βλ. λ.), παραξενιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποχοντριακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που πάσχει από υποχοντρία, υποχόντριος. 2. δύστροπος, δύσκολος, στριμμένος, ακοινώνητος, μισάνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”